γραμμή

γραμμή
η 1.
1) прям. , перен. линия;

ευθεία (καμπύλη) γραμμή — прямая (кривая) линия;

οροθετική γραμμή — демаркационная линия, граница;

γραμμή του ορίζοντος — линия горизонта;

αμυντική (σκοπευτική) γραμμή — линия обороны (прицела);

γραμμή του πυρός — линия огня;

λευκή γραμμή анат. — белая линия;

χαράσσω γραμμές — линовать;

2) черта, штрих;
πλ. контур, очертание;

τραβώ μιά γραμμή — провести черту;

3) строка;
4) ряд, строй, шеренга;

βάζω στη γραμμή — выстраивать в одну линию, ставить в ряд;

μπαίνω στη γραμμή — вставить в строй, строиться;

πυκνώνω τίς γραμμές — воен, а) сомкнуть ряды; — б) вступать в ряды;

5) линия, путь;

γραμμή σιδηροδρομική (τροχιοδρομική) — железнодорожная (трамвайная) линия;

γραμμ ατμοπλοϊκή — пароходное сообщение;

αεροπορική γραμμή — авиалиния;

γραμμή διανομής ηλεκτρ;

κου ρεύματος линия электропередачи;

εγκαθιστώ τηλεγραφική γραμμή — проводить телеграфную линию;

δεν μού έδωσαν γραμμή στο τηλέφωνο — меня не соединили по телефону;

6) перен. линия, направление; курс;

γενική γραμμή τού κόμματος — генерёльная линия партии;

7) качество, достоинство, ценность;

κρασί πρώτης γραμμης — вино высшего качества;

§ πλοία της γραμμής — с) линейные корабли; — б) рейсовые суда;

σώμα με ωραίες γραμμές — стройная фигура;

σε γενικές γραμμές — или εν γενικαίς γραμμαίς — сжато, в общих чертах;

αναγινώσκω μεταξύ των γραμμών — или διαβάζω ανάμεσα στίς γραμμές — читать между строк;

συσφίγγω ( — или συσπειρώνω) τίς γραμμές — сплачивать ряды;

2. επίρρ.
1) прямо;

πάω ( — или τραβάω) γραμμή στο σπίτι — идти прямо домой;

2) подряд; по порядку;

τα παίρνω όλα ( — или τούς παίρνω όλους) γραμμ — брать всё подряд, без раэбора


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Полезное


Смотреть что такое "γραμμή" в других словарях:

  • γραμμῇ — γραμμή stroke fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμή — stroke fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… …   Dictionary of Greek

  • γραμμή — η 1. (γεωμ.), επίπεδο σχήμα που έχει μία μόνο διάσταση, το μήκος: Ευθεία γραμμή. – Τεθλασμένη γραμμή. 2. όριο υπαρκτό ή ιδεατό ανάμεσα σε δύο εκτάσεις: Η γραμμή του ορίζοντα. 3. σειρά λέξεων, αράδα: Τόσα χρόνια που λείπει δε μου έγραψε ούτε μια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμμή των τροπών ή των ηλιοστασίων — (Αστρον.). Η διάμετρος EE’ της εκλειπτικής που είναι κάθετη στη γραμμή των ισημερινών, τη γραμμή δηλαδή που ενώνει τα δύο ισημερινά σημεία γ και Γ’. Τα σημεία Ε και E’ διακρίνονται μεταξύ τους από το ότι η απόκλιση του Ήλιου στο βόρειο σημείο Ε… …   Dictionary of Greek

  • γραμμή των συνδέσμων — (Αστρον.).Η ευθεία κατά την οποία το επίπεδο της τροχιάς ενός ουράνιου σώματος τέμνει το κύριο επίπεδο, που περνάει από το κεντρικό σώμα. Το κέντρο της ουράνιας σφαίρας βρίσκεται στο κεντρικό σώμα και τα σημεία που η γ. των σ. τέμνει την ουράνια… …   Dictionary of Greek

  • ίσαλος γραμμή — Η γραμμή κατά μήκος της οποίας η επιφάνεια της θάλασσας εφάπτεται με τα τοιχώματα του πλοίου, υπό κανονικές συνθήκες πλεύσης και ευστάθειας …   Dictionary of Greek

  • γραμμῆι — γραμμῇ , γραμμή stroke fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμαῖς — γραμμή stroke fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμαῖσι — γραμμή stroke fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμαῖσιν — γραμμή stroke fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»